Την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου, η ¨Ποίηση Παρασκευής" ήταν αφιερωμένη στον Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη. Μαθητές της γ' γυμνασίου απήγγειλαν ποιήματα που επέλεξε ο φιλόλογος Αντώνης Νεονάκης. Ακολουθεί, όπως πάντα, σύντομο βιογραφικό σημείωμα και τα ποιήματα που απαγγέλθηκαν.
Ο Γιώργης Μανουσάκης γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά.
Με την
έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου
του 1940-41 η οικογένεια του
ποιητή μετοίκησε στο Βαρύπετρο, το χωριό του πατέρα του, όπου έμεινε και στο
μεγαλύτερο μέρος της κατοχής. Εκεί έζησε την εισβολή των Γερμανών και το φόβο
από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης.
Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου.
Ο αιφνίδιος θάνατος του
πατέρα του το 1948, μπροστά του, και το οικογενειακό
πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του.
Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο
Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών.
Μετά τη
στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως
φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με
το βαθμό του γυμνασιάρχη.
Το 1974
παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση κι απέκτησαν τρία παιδιά. Επέλεξε
να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του
στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αν και
δημιούργησε το έργο του εκτός των τειχών της πρωτεύουσας, εν τούτοις η αθηναϊκή
κριτική τον ανακάλυψε σχετικά έγκαιρα και δεν στάθηκε διόλου φειδωλή στην αξιολόγηση
του πολύπλευρου έργου του.
Οι λέξεις
Οι λέξεις οι άγιες έχουν καταντήσει
σα βότσαλα θαμπά και λεία
από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.
σα βότσαλα θαμπά και λεία
από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.
Μεταθανάτιο
Εκείνοι που φεύγουνε πως να πορεύονται
εν γη αλλοτρία; Σαν κοπάδι
τυφλό ή καθένας τους χώρια,
έγκλειστος στη δική του σιωπή;
Τα μικρά φοβισμένα παιδιά
βρίσ
Εκείνοι που φεύγουνε πως να πορεύονται
εν γη αλλοτρία; Σαν κοπάδι
τυφλό ή καθένας τους χώρια,
έγκλειστος στη δική του σιωπή;
Τα μικρά φοβισμένα παιδιά
βρίσ
κουν άραγε κάποιον
να τα πάρει απ΄το χέρι;
Οι εραστές συναντιούνται
ή γυρίζουνε μόνοι φωνάζοντας μάταια;
Κι οι μητέρες που χάσαν
τα βρέφη τους αγκαλιάζουνε
πάντα το ίδιο κενό;
Βλέπουν τά μάτια, ακούνε
τ΄αυτιά ή κυκλωμένοι
απ΄τ΄αδιαπέραστο σκοτάδι
παραδέρνουν;
να τα πάρει απ΄το χέρι;
Οι εραστές συναντιούνται
ή γυρίζουνε μόνοι φωνάζοντας μάταια;
Κι οι μητέρες που χάσαν
τα βρέφη τους αγκαλιάζουνε
πάντα το ίδιο κενό;
Βλέπουν τά μάτια, ακούνε
τ΄αυτιά ή κυκλωμένοι
απ΄τ΄αδιαπέραστο σκοτάδι
παραδέρνουν;
ΕΝ ΑΓΡΥΠΝΙᾼ
V
Ἀνεπαίσθητοι τριγμοί τῆς νύχτας
σάν κάποιος νά πατεῖ μέ προσοχή
στά κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ
ἤ στό θόλο τοῦ κρανίου μου.
Ἀφουγκράζομαι δίχως ἀνάσα.
σάν κάποιος νά πατεῖ μέ προσοχή
στά κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ
ἤ στό θόλο τοῦ κρανίου μου.
Ἀφουγκράζομαι δίχως ἀνάσα.
Ἴσως νά ’ναι τά βήματα
κάποιου ἀπό τούς νεκρούς μου
πολύ διακριτικά
γιά νά μή μέ τρομάξουν.
κάποιου ἀπό τούς νεκρούς μου
πολύ διακριτικά
γιά νά μή μέ τρομάξουν.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΙΙ
Κι ὅμως ἐδῶ πρέπει νά ζήσω.
Ἀναζητῶ
τό τρίξιμο τοῦ ἀνεμόμυλου
πλάι στή στέρνα μέ τά χρυσόψαρα.
Τό λύγισμα τῆς φοινικιᾶς.
Τό Νίκο καί τή Μαρία
τοῦ ἀντικρινοῦ σπιτιοῦ.
τό τρίξιμο τοῦ ἀνεμόμυλου
πλάι στή στέρνα μέ τά χρυσόψαρα.
Τό λύγισμα τῆς φοινικιᾶς.
Τό Νίκο καί τή Μαρία
τοῦ ἀντικρινοῦ σπιτιοῦ.
Τίποτα πιά στή θέση του.
Μόνο τά χελιδόνια μπαινοβγαίνουν
ἀπό τά χάσματα τῶν παραθύρων
κι ὁ ἥλιος βασιλεύοντας
βάφει μέ κόκκινο
τίς γειτονιές τῶν ἐρειπίων.
Στά πόδια τῶν σκελετωμένων τοίχων
σαλεύουν ἄνθρωποι σκυφτοί.
Μόνο τά χελιδόνια μπαινοβγαίνουν
ἀπό τά χάσματα τῶν παραθύρων
κι ὁ ἥλιος βασιλεύοντας
βάφει μέ κόκκινο
τίς γειτονιές τῶν ἐρειπίων.
Στά πόδια τῶν σκελετωμένων τοίχων
σαλεύουν ἄνθρωποι σκυφτοί.
Ἄνθρωποι καί σκιές, Ἀστρολάβος/Εὐθύνη, Ἀθήνα 1995
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Μέσ’ στή νύχτα χτυπᾶ τό κουδούνι.
Ἀνοίγω τήν πόρτα. Βλέπω μόνο
τά κρόσσια τῆς βροχῆς νά τρεμίζουν
στό φῶς. Κι ὅμως ξέρω
εἶσαι σύ πού προσμένεις ἀθώρητη
σά σκέψη ἤ σά θύμηση
νά σέ καλέσω νά μπεῖς.
Ἀνοίγω τήν πόρτα. Βλέπω μόνο
τά κρόσσια τῆς βροχῆς νά τρεμίζουν
στό φῶς. Κι ὅμως ξέρω
εἶσαι σύ πού προσμένεις ἀθώρητη
σά σκέψη ἤ σά θύμηση
νά σέ καλέσω νά μπεῖς.
Κάθεσαι στό παλιό κάθισμά σου
κι ἐγώ ἀντίκρυ σου. Ἡ σιωπή μου
συναντᾶ τή σιωπή σου. Ἁπλώνω
τό χέρι κι ἀγγίζω τ’ ἀέρινο χέρι σου
πού ριγεῖ. Χαϊδεύω τά μαλλιά σου
καί μένει στά δάχτυλά μου
τό νερό τῆς βροχῆς.
«Ξέρεις…» Μίλησες ἤ μοῦ φάνηκε;
κι ἐγώ ἀντίκρυ σου. Ἡ σιωπή μου
συναντᾶ τή σιωπή σου. Ἁπλώνω
τό χέρι κι ἀγγίζω τ’ ἀέρινο χέρι σου
πού ριγεῖ. Χαϊδεύω τά μαλλιά σου
καί μένει στά δάχτυλά μου
τό νερό τῆς βροχῆς.
«Ξέρεις…» Μίλησες ἤ μοῦ φάνηκε;
Ἀλήθεια, πῶς εἶν’ οἱ νύχτες ἐκεῖ;
Ἐπιτρέπονται οἱ συναντήσεις στά ὄνειρα;
Πῶς σ’ ἄφησαν οἱ φρουροί νά κάμεις
ἕνα ταξίδι τόσο μακρινό;
Ἐπιτρέπονται οἱ συναντήσεις στά ὄνειρα;
Πῶς σ’ ἄφησαν οἱ φρουροί νά κάμεις
ἕνα ταξίδι τόσο μακρινό;
Στ’ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξης, Γαβριηλίδης 2003
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ λέξεις εἶναι πρίσματα
πού μέ διαθλοῦνε:
καθένας βλέπει κι ἄλλο
χρῶμα τοῦ φάσματος.
Ἄν μποροῦσα
νά γράφω τούς στίχους μου
μέ φθόγγους σιωπῆς
ἴσως κάπου κάπου
κανένας κατόρθωνε
εἰσχωρώντας στήν ἀδιαπέραστην ὕλη
νά μέ συναντήσει ἀτεμάχιστο.
πού μέ διαθλοῦνε:
καθένας βλέπει κι ἄλλο
χρῶμα τοῦ φάσματος.
Ἄν μποροῦσα
νά γράφω τούς στίχους μου
μέ φθόγγους σιωπῆς
ἴσως κάπου κάπου
κανένας κατόρθωνε
εἰσχωρώντας στήν ἀδιαπέραστην ὕλη
νά μέ συναντήσει ἀτεμάχιστο.
Τό σῶμα τῆς σιωπῆς, Χανιά 1970
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου