16/12/13

Ποίηση Παρασκευής-Γιώργης Μανουσάκης

Την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου, η ¨Ποίηση Παρασκευής" ήταν αφιερωμένη στον Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη. Μαθητές της γ' γυμνασίου απήγγειλαν ποιήματα που επέλεξε ο φιλόλογος Αντώνης Νεονάκης. Ακολουθεί, όπως πάντα, σύντομο βιογραφικό σημείωμα και τα ποιήματα που απαγγέλθηκαν.

Ο Γιώργης Μανουσάκης γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά. 

Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 η οικογένεια του ποιητή μετοίκησε στο Βαρύπετρο, το χωριό του πατέρα του, όπου έμεινε και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοχής. Εκεί έζησε την εισβολή των Γερμανών και το φόβο από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης. Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου. 
Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1948, μπροστά του, και το οικογενειακό πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του. 
Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με το βαθμό του γυμνασιάρχη. 
Το 1974 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση κι απέκτησαν τρία παιδιά. Επέλεξε να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. 
Αν και δημιούργησε το έργο του εκτός των τειχών της πρωτεύουσας, εν τούτοις η αθηναϊκή κριτική τον ανακάλυψε σχετικά έγκαιρα και δεν στάθηκε διόλου φειδωλή στην αξιολόγηση του πολύπλευρου έργου του.

Οι λέξεις


Οι λέξεις οι άγιες έχουν καταντήσει
σα βότσαλα θαμπά και λεία
από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.




Μεταθανάτιο

Εκείνοι που φεύγουνε πως να πορεύονται
εν γη αλλοτρία; Σαν κοπάδι
τυφλό ή καθένας τους χώρια,
έγκλειστος στη δική του σιωπή;

Τα μικρά φοβισμένα παιδιά
βρίσ
κουν άραγε κάποιον
να τα πάρει απ΄το χέρι;
Οι εραστές συναντιούνται
ή γυρίζουνε μόνοι φωνάζοντας μάταια;
Κι οι μητέρες που χάσαν
τα βρέφη τους αγκαλιάζουνε
πάντα το ίδιο κενό;

Βλέπουν τά μάτια, ακούνε
τ΄αυτιά ή κυκλωμένοι
απ΄τ΄αδιαπέραστο σκοτάδι
παραδέρνουν;
 

ΕΝ ΑΓΡΥΠΝΙ
V
νεπαίσθητοι τριγμοί τς νύχτας
σάν κάποιος νά πατε
μέ προσοχή
στά κεραμίδια το
σπιτιο
στό θόλο το κρανίου μου.
φουγκράζομαι δίχως νάσα.
σως νά ’ναι τά βήματα
κάποιου
πό τούς νεκρούς μου
πολύ διακριτικά
γιά νά μή μέ τρομάξουν.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


ΙΙ
Κι μως δ πρέπει νά ζήσω.
ναζητ
τό τρίξιμο το
νεμόμυλου
πλάι στή στέρνα μέ τά χρυσόψαρα.
Τό λύγισμα τ
ς φοινικις.
Τό Νίκο καί τή Μαρία
το
ντικρινο σπιτιο.
Τίποτα πιά στή θέση του.
Μόνο τά χελιδόνια μπαινοβγαίνουν
πό τά χάσματα τν παραθύρων
κι
λιος βασιλεύοντας
βάφει μέ κόκκινο
τίς γειτονιές τ
ν ρειπίων.
Στά πόδια τ
ν σκελετωμένων τοίχων
σαλεύουν
νθρωποι σκυφτοί.

νθρωποι καί σκιές, στρολάβος/Εθύνη, θήνα 1995

ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Μσ’ στ νχτα χτυπ τ κουδονι.
νογω τν πρτα. Βλπω μνο
τ
κρσσια τς βροχς ν τρεμζουν
στ
φς. Κι μως ξρω
ε
σαι σ πο προσμνεις θρητη
σ
σκψη σ θμηση
ν
σ καλσω ν μπες.
Κθεσαι στ παλι κθισμ σου
κι
γ ντκρυ σου. σιωπ μου
συναντ
τ σιωπ σου. πλνω
τ
χρι κι γγζω τ’ ἀέρινο χρι σου
πο
ριγε. Χαϊδεω τ μαλλι σου
κα
μνει στ δχτυλ μου
τ
νερ τς βροχς.
«Ξ
ρεις…» Μλησες μο φνηκε;
λθεια, πς εν’ ο νχτες κε;
πιτρπονται ο συναντσεις στ νειρα;
Π
ς σ’ φησαν ο φρουρο ν κμεις
να ταξδι τσο μακριν;

Στ’
κρωτήρια τς παρξης, Γαβριηλίδης 2003


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο λέξεις εναι πρίσματα
πού μέ διαθλο
νε:
καθένας βλέπει κι
λλο
χρ
μα το φάσματος.
ν μποροσα
νά γράφω τούς στίχους μου
μέ φθόγγους σιωπ
ς
σως κάπου κάπου
κανένας κατόρθωνε
ε
σχωρώντας στήν διαπέραστην λη
νά μέ συναντήσει
τεμάχιστο.

Τό σμα τς σιωπς, Χανιά 1970

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου