20/3/13

Ποίηση Παρασκευής-Γεώργιος Σουρής

Αυτή την Παρασκευή (8/3/2013), επομένη της Τσικνοπέμπτης, σκεφτήκαμε να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα, λόγω Αποκριών. Δηλαδή να σας διαβάσουμε αστεία σατιρικά ποιήματα που γράφτηκαν τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, για να διασκεδάσουν, να προκαλέσουν γέλιο, μα συγχρόνως και να κάνουν τους ανθρώπους, και συγκεκριμένα την ελληνική κοινωνία,  να σκεφτούν.
Ελευθερία Ιατράκη


Γεώργιος Σουρής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ: Ο ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Γεώργιος Σουρής (2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αυγούστου 1919) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρουμανία. Ο Σουρής, βέβαια, που μόνο για έμπορος δεν έκανε, έγραφε κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά δύο μήνες αποχώρησε.
Όταν ήρθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν κατόρθωσε ωστόσο να πάρει πτυχίο. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε. Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Γεώργιος Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ρωμηός». Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918, (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα.
 Ο Γεώργιος Σουρής παντρεύτηκε το 1881, σε ηλικία 28 ετών, τη Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, με τη οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά, ενώ η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι, συμπεριλαμβάνοντας και το σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, και ένας από τους μεγαλύτερους σατιρικούς ποιητές της νεώτερης Ελλάδας. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε και ως «ο σύγχρονος Αριστοφάνης». Ένας σοφός πανεπιστήμονας, που μας άφησε ένα μεγάλο έργο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, και ένας έξοχος τεχνίτης του λόγου, με τέλεια αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, με άψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ομοιοκαταληξίες…


Στο ποίημα που ακολουθεί περιγράφει ο ίδιος την εμφάνισή του με το προσωπικό του σατιρικό  ύφος:
Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
Mπόι δυο πήχες, κόψη κακή,
γένια με τρίχες, εδώ κι εκεί.
Kούτελο θείο, λίγο πλατύ,
τρανό σημείο του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα μα και βλακεία.
Mακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι σαν το Xριστό.
Πηγάδι στόμα, μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα, μόνο μ' αυτά.
Mούρη αγρία και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα, σαν πεθαμένη.
Kανένα χρώμα δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη, όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη για μαστραπάδες.


Ακολουθεί μια σκιαγράφηση του Έλληνα, όπως τον αντιλήφθηκε ο ποιητής:
Ο ΡΩΜΗΟΣ
Στον καφενέ απ' έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα το ‘να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νου στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.

Στον καφετζή ξεσπάω... φωτιά και κείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω... δεκάρα τον καφέ!"

Μέσα από τους παρακάτω στίχους μπορείτε να διαπιστώσετε ότι, αν και πέρασαν 100 χρόνια περίπου από τότε που γράφτηκαν, συνεχίζουν να είναι τόσο διαχρονικοί,  αφού κανένας τους δεν θεωρείται ξεπερασμένος... δυστυχώς! Πρόκειται για ανθολογημένους στίχους του Γ. Σουρή που αναφέρονται στην οικονομική πολιτική του ελληνικού κράτους:
Ποιος είδε κράτος κλασικό σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς, νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;

Νά 'χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε, τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,

ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν, δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.


Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!

Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...

αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού, συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυο φορώντας τα πόδια που 'χει,
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

Και ψωμοτύρι και για καφέ, το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς, σαν πιάσει πόστο: δερβεναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου