15/4/13

Ποίηση Παρασκευής-Δημοτικό Τραγούδι


Την Παρασκευή 12/4/2013, στο πλαίσιο της "Ποίησης Παρασκευής", έγινε αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι. Ποιήματα απήγγειλαν μαθητές της β' γυμνασίου.
Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ειρήνη Παπαθανασίου
Το σχετικό βίντεο μπορείτε να το παρακολουθήσετε στη 
σελίδα "Ποίηση Παρασκευής".

Το Δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική 

λογοτεχνική παράδοση, αυτήν που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και 

γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τα συναισθηματικά  και ψυχικά φορτία του, τα ιδανικά 

του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμα τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του μέσα στην 

ευκολομνημόνευτη ποίηση.

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται όπως και δεν έπαψαν οι 

Έλληνες να γλεντούν, να παντρεύονται ή να μοιρολογούν τα προσφιλή τους πρόσωπα.

Ο βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει στοιχεία κυρίως μη 

αφηγηματικά, στα οποία κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθημερινή 

ζωή, τις χαρές και τις λύπες του λαού που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον 

κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα,  μοιρολόγια, γάμου, ξενιτιάς) όσο και στον 

κύκλο του χρόνου (κάλαντα, αποκριάτικα) τα δημοτικά τραγούδια είναι αλληλένδετα με τα 

σχετικά έθιμα. Παράλληλα, στάθηκαν πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες, ενώ η 

αξία τους έχει αναγνωριστεί από Έλληνες και ξένους μελετητές.

Ο κορυφαίος Γερμανός στοχαστής και συγγραφέας Γκαίτε  εκτιμούσε ιδιαίτερα το ελληνικό 

δημοτικό τραγούδι και εμπνεύστηκε απ΄ αυτό. Το 1815 είχε γράψει στον γιο του Αύγουστο,

το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που 

αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»! Κάτι παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του 

Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του 

τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά 

να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του 

κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν 

οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! 

Ο Γκαίτε, λοιπόν, εξομολογήθηκε πως τον συνεπήραν αυτές οι εικόνες και κάλεσε τους 

ζωγράφους για να τους τις διαβάσει και να τις ζωγραφίσουν!

Από την κατηγορία των δημοτικών τραγουδιών εργατικά και βλάχικα:
Τώρα ειν’ Απρίλης και χαρά, τώρα ειν’ καλοκαίρι.
Το λεν τ’ αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
το λεν οι κούκοι στα ψηλά, ψηλά στα καταράχια.
Παν τα κοπάδια στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσουν,
παν και κοντά οι τσοπάνηδες βαρώντας τη φλογέρα,
να τα τυροκομήσουνε και τη νομή να βγάλουν
και να γιορτάσουν τ’ Αη-Γιωργιού, να ρίξουν στο σημάδι,
να πιούν νερό απ’ τα βουνά, να πάρουν τον αέρα.


Από την κατηγορία των δημοτικών τραγουδιών της αγάπης ¨το πεθυμιό»:
Από τη γης βγαίνει νερό, κι' οχ την ελιά το λάδι, 
κι' από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλικάρι. 
Στάλα τη στάλα το νερό τρουπάει το λιθάρι, 
κ' η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι
.


Και ένα νανάρισμα
Κάμε, Χριστέ τσαι Παναγιά, τσαι θρέψε το παιδί μου, 
να μεγαλώσει να θραφή, καλό παίδί να γίνη. 
Τύχη χρυσή ας του δίγεται τσαι φώτιση μεγάλη, 
να μάθη γράμματα πολλά τσαι φρόνιμο να γίνη,
για να τσερδίζει χρήματα, παντού καλά να κάμνει: 
ένα τσαι είκοσι σκολειά μ' αληθινούς δασκάλους, 
να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, αθρώποι να γενούνε, 
να μάθουν πως ‘ρφανέψαμεν από τους άρχοντάς μας, 
να μάθουν πως ξεχάσαμεν του γένου μας τα φρένα,
πώς ο καθείς μας χρεωστεί βοήθειαν να δίνει
είς τα σκολειά, στις εκκλησιές τσαι  στα ορφανεμένα.

Μια άλλη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών είναι τα λιανοτράγουδα δίστιχα δημοτικά ποιήματα. Αναφέρονται στους καημούς και στα βάσανα της αγάπης, στην ομορφιά της αγαπημένης, στην παντρειά. Άλλοτε πάλι είναι επαινετικά ή σκωπτικά, δηλαδή έχουν χαρακτήρα περιπαικτικό, κοροϊδευτικό. Το είδος των σύντομων τραγουδιών αυτών είναι πολύ συνηθισμένο στην Κρήτη και στην Κύπρο.

ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ

Απ' όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει,
ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει, 
που στέκεις πάντα δροσερό κι' ανθείς και λουλουδίζεις; 

Μα συ ‘σαι μια βασίλισσα, π' όλον τον κόσμο ορίζεις: 
σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις. 

Όντε σ' εγέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβη 
και σού ‘δωκε την ομορφιά και πάλι μετανέβη.

Ποιος ήλιος λαμπερότατος σού ‘δωκε την ανθάδα,
και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα; 

Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι, 
οπό ‘χει μές  στο σπίτι της τ' Αυγούστου το φεγγάρι;


ΓΝΩΜΙΚΟ
Ο κόσμος είν’ ένα δεντρί κι εμείς το ‘πωρικό του.
Ο Χάρος είναι τρυγητής και παίρνει τον ανθό του.

Ήθελα να ήμουν όμορφος, να ήμουν και παλικάρι,
να ήμουνα και τραγουδιστής, δεν ήθελα άλλη χάρη.

Απού ‘ναι νιός και δεν πετά με του βορρά τα νέφη,
είντα τη θέλει τη ζωή στον κόσμο να την έχει!

Θεέ μεγαλοδύναμε, θέλω να σ’ αρωτήσω,
τα νιάτα που μας έδωσες, γιάντα τα παίρνεις πίσω;

Ματάκια που δε φαίνονται , χείλι που δεν ξηγάται,
κορμί που δε συχνοπερνάει, γλήγορα λησμονάται.

Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ’ άχερο στ΄άλώνι,
γιατί τα παίρνει ο δαίμονας και ποιος τα συμμαζώνει;

Τα λόγια σου, πριν τα πεις, μέτρα τα ένα ένα,
και της καρδιάς σου τα κλειδιά μη δίνεις στον καθένα.

Όποιος αγαπάει τα ρόδα, πρέπει να ‘ χει υπομονή,
οταν τον τρουπάν τ’ αγκάθια, να μη λέγει πως πονεί.

Όποιος ψηλά ψηλά πετά στον ουρανό να φτάξει,
στο χαμηλότερο δεντρί του γράφ’ ο Θεός να κάτσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου