30/11/12

Ποίηση Παρασκευής: Αφιέρωμα στον Αργύρη Χιόνη


Μαθητές της Α' Γυμνασίου απήγγειλαν ποίηση Αργύρη Χιόνη.
Υπεύθυνοι καθηγητές: Αντώνης Νεονάκης, Δέσποινα Ασκιανάκη
Το σχετικό βίντεο μπορείτε να το παρακολουθήσετε στη σελίδα "Ποίηση Παρασκευής"
Ακολουθούν ένα σύντομο βιογραφικό του ποιητή καθώς και τα ποιήματα που απαγγέλθηκαν:

Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1943 στην Αθήνα, από γονείς νησιώτες. Η Μητέρα του  ήταν από τα Χανιά και ο πατέρα από την Ίο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο 2ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών.
Εργάστηκε από πολύ μικρός και άλλαξε αρκετά επαγγέλματα. Σε ηλικία 28 ετών γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και σπούδασε ιταλική φιλολογία. Επί είκοσι έτη, έζησε σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1966.
Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα. Έζησε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολιόταν με την ποίηση και τη γεωργία.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί  σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Πέθανε την ημέρα των Χριστουγέννων του 2011 σε ηλικία 68 ετών.

Στίχοι για την ποίηση

"Η ποίηση πρέπει να σημαδεύει το κεφάλι και να πετυχαίνει την καρδιά".

"Η Ποίηση πρέπει να' ναι
 ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
 να σπας τα δόντια σου"

Τω αγνώστω ποιητή

Πέρασε τη ζωή του,
γράφοντας ποιήματα
με τη γομολάστιχα.
Ό,τι περιγράφω με περιγράφει



(Από την ποιητική συλλογή:  Ό,τι περιγράφω με περιγράφει)

                      Ελέησον σε

Ένιωθες μόνος και μας έπλασες για να ‘χεις
Συντροφιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Έσφαλες όμως πλάθοντάς μας
Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σου,
Πολλαπλασίασες τη μοναξιά σου.
Τώρα είσαι μόνος μέσα σ’ ένα πλήθος μόνων.
Δεν έχει πιο μεγάλη μοναξιά. 

Ό,τι περιγράφω με περιγράφει

 Τέσσερα  χαϊκού
α.
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα
β.
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη
μια ανεμώνη.
γ.
Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο·
τον μέθυσε η ζωή.
δ.
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!

Χαϊκού: σύντομο ιαπωνικό ποίημα με σταθερή στιχουργική μορφή. Αποτελείται από τρεις στίχους και κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι υποβάλλει πολλά με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις.

ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πέλ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.


XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος. 

VIII
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο• ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: “Χαμήλωσε τη μουσική• υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!”.

Από την ποιητική συλλογή: Λεκτικά Τοπία
Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.


Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο ΙΙ:  Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

Από την ποιητική συλλογή «Στο Υπόγειο»
Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι, φυτρώνει δέντρο. Αχ, να ‘χα κι εγώ κουκούτσι, να το ΄φτυνε ο θάνατος, να φύτρωνα ξανά».

Υπάρχουνε υπόγειες λίμνες, υπόγειοι ποταμοί
που τίποτε δεν αντικαθρεφτίζουν (αστέρια ή φεγγάρια)
ούτε και κατοικούνται ή διαπλέονται από τίποτε
(ψάρια ή σκάφη). Υπάρχουνε, απλώς, κάτω
απ' τα πόδια μας. Κάποτε κάποτε, τροφοδοτούν
κάποιο πηγάδι, κάποια πηγή, δροσίζουνε τα σπλάχνα
και το μέτωπό μας. Τόσο ταπεινά, τόσο αθόρυβα
βγαίνουν στην επιφάνεια αυτές οι υπόγειες δυνάμεις.

Από τη συλλογή «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, 
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους, 
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα 
τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, 
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού... 
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά πού κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου